6/9/09

Πρεσβ. Σωτήριος Αθανασούλιας, Αιρέσεις και νομικός προβληματισμός για το μάθημα των Θρησκευτικών

πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον με πληροφορίες από Ακτίνες
Άρθρο από το έντυπο «Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 60, Ιαν. – Φεβρ. 2009

Γράφει ο Πρεσβύτερος Σωτήριος Ο. Αθανασούλιας

Όπως είναι γνωστό, στη χώρα μας δρα ένα μεγάλο πλήθος αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων, οι περισσότερες από τις οποίες δεν αναγνωρίζονται ως «γνωστές θρησκείες», αφού δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, που θέτει το Σύνταγμα και η ελληνική νομοθεσία.
Οι ομάδες αυτές είναι γνωστές διεθνώς ως «σέκτες» («αιρετικές ομάδες» η «νέες θρησκευτικές κινήσεις» η «ομάδες θρησκευτικού η εσωτεριστικού η πνευματικού χαρακτήρα», κατά την ορολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Στη χώρα μας επιχειρούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, θέτοντας συνήθως ένα πλήθος νομικών προβλημάτων, για δήθεν παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, για δήθεν αναχρονιστική νομοθεσία κ.λ.π. Θεωρούν ότι η ελληνική νομοθεσία είναι ασύμβατη με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και ισχυρίζονται ότι η χώρα μας έχει δήθεν καταδικασθεί από διεθνή δικαστήρια για τη σχετική της νομοθεσία, παραποιώντας, μάλιστα, δικαστικές Αποφάσεις.
Ένα από τα θέματα, που βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο των σύγχρονων αιρέσεων, είναι το μάθημα των Θρησκευτικών. Οι ομάδες αυτές, προφανώς για να δημιουργήσουν εντυπώσεις και όχι για πραγματικούς λόγους, ισχυρίζονται ότι μέσω αυτού ασκείται προσηλυτισμός στα μέλη τους υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επειδή το μάθημα είναι, δήθεν, ομολογιακό και διδάσκεται με πρωτοβουλία της Εκκλησίας.........




Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι εντελώς διαφορετική. Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει σε καμιά περίπτωση ομολογιακό χαρακτήρα και δεν διδάσκεται, φυσικά, από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Διδάσκεται από την Ελληνική Πολιτεία, η οποία διαχειρίζεται γενικά το σύστημα της παιδείας στη χώρα μας.
Όταν η Εκκλησία καλείται να εκφράσει τη γνώμη της για κάποιο ζήτημα, η γνώμη αυτή έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Εκείνη που τελικά αποφασίζει, είναι η Πολιτεία, η οποία πολλές φορές δεν διαπνεέεται από ευνοϊκές διαθέσεις έναντι της Εκκλησίας και βλέπει με περισσότερη συμπάθεια τις «θρησκευτικές μειονότητες».
Οι καθηγητές των Θρησκευτικών δεν είναι απαραίτητα Ορθόδοξοι Χριστιανοί και κανείς δεν τους ρωτά για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, όταν αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι και μουσουλμάνοι και μέλη διαφόρων αιρέσεων η θρησκειών η και άθεοι ακόμη.
Απόδειξη των παραπάνω είναι το κωμικοτραγικό φαινόμενο της ύπαρξης άθεων «θεολόγων»! στα σχολεία, οι οποίοι εκφράζουν ελεύθερα μέσα στις τάξεις τις αθεϊστικές τους πεποιθήσεις και τη ριζική διαφωνία τους με το περιεχόμενο του μαθήματος που διδάσκουν, όπως πολλές φορές καταγγέλλουν οι ίδιοι οι μαθητές.
Η ύλη του μαθήματος δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην Ορθόδοξη πίστη. Παρέχει πληροφόρηση (ανάλογη, βέβαια, με τον πληθυσμό των θρησκευτικών ομάδων, που υπάρχουν στη χώρα μας) για όλες τις μεγάλες θρησκείες, αλλά και για τις σπουδαιότερες αιρετικές παραφυάδες τους.
Παρά ταύτα η συστηματική προπαγάνδα, που ασκείται από τις σύγχρονες αιρέσεις σε διάφορα επίπεδα, έχει πείσει την Πολιτεία να αποδεχθεί στην πράξη την άποψη των ομάδων αυτών, ότι μέσω των Θρησκευτικών η Πολιτεία δεν παρέχει αντικειμενική πληροφόρηση για τις θρησκείες, αλλά ασκεί εις βάρος τους προσηλυτισμό! Έτσι, με μια απλή δήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, ένας μαθητής άλλου δόγματος η θρησκείας μπορεί να απαλλαγεί από το μάθημα των Θρησκευτικών.
Η πρόσφατη απόπειρα του Υπουργείου Παιδείας να μεταβάλλει ουσιαστικά το μάθημα σε προαιρετικό, ήταν ένα βήμα προσέγγισης στις αντιλήψεις των αιρέσεων, τις οποίες και χαροποίησε ιδιαίτερα.
Ο λόγος είναι προφανής: Το περιεχομένου του μαθήματος αναφέρεται περισσότερο, όπως είναι φυσικό, στην Ορθόδοξη πίστη, δεδομένου, ότι αυτή ενδιαφέρει τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και εκπροσωπεί μια παράδοση είκοσι αιώνων Χριστιανισμού στον τόπο μας (την οποία, ως ιστορία του παρελθόντος μας τουλάχιστον, οφείλουμε όλοι να γνωρίζουμε, Ορθόδοξοι και μη).
Είναι προφανές ότι στόχος των αιρέσεων είναι η άγνοια εκ μέρους των Ορθοδόξων των βασικών στοιχείων της πίστης τους και η σταδιακή εξάλειψη κάθε στοιχείου της Παραδόσεώς μας από τη σύγχρονη κοινωνία, ενώ παράλληλα προσπαθούν να αποφύγουν και τη σύγκριση των δικών τους «παραδόσεων» με τη μακραίωνη Παράδοση της Ορθοδοξίας.
Η προπαγάνδα των αιρέσεων ασκείται στη χώρα μας με την υποστήριξη της λεγόμενης «προοδευτικής διανόησης», ενός περιορισμένου κύκλου ανθρώπων με έντονα εχθρικές διαθέσεις για την Εκκλησία.
Συνήθως γίνεται με τη χρήση ανέντιμων μέσων, όπως η ψευδολογία, η απάτη, η συκοφαντία, η λασπολογία κ.α. (Μια γενική εικόνα των μεθοδεύσεων των αιρέσεων στην Ελλάδα, των διασυνδέσεων και της εν γένει διαπλοκής τους παρέχει το αποκαλυπτικό βιβλίο του π. Αντ. Αλεβιζοπούλου, Ναζισμός με άλλο πρόσωπο. Μεθοδεύσεις ολοκληρωτικών αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων, Αθήναι 1996).
Έτσι, βλέπουμε να επαναλαμβάνονται συνεχώς οι ισχυρισμοί ότι η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος που διατηρεί το μάθημα των Θρησκευτικών στο εκπαιδευτικό σύστημα, ότι η κατάργηση του μαθήματος είναι απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λ.π. Πόσο αληθεύουν, όμως, οι παραπάνω ισχυρισμοί;

Το μάθημα των Θρησκευτικών στις ευρωπαϊκές χώρες

Πλήρη εικόνα της κατάστασης, που επικρατεί στην Ευρώπη σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών, μας παρέχει η ειδική μελέτη του κ. Γ. Κρίππα, Δρ. Συνταγματικού Δικαίου, με τίτλο Η συνταγματική κατοχύρωσις του μαθήματος των Θρησκευτικών παρ’ ημίν και εν τη αλλοδαπή, Αθήναι 2001.
Η εικόνα αυτή είναι εντελώς αντίθετη με ό,τι παρουσιάζουν οι αιρέσεις και οι «προοδευτικοί» στην Ελλάδα. Το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται με διάφορες μορφές σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη. Στα κράτη αυτά εδώ και 100 χρόνια δεν έχει εκδοθεί νόμος, που να καταργεί το μάθημα. Μόνο στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης είχε καταργηθεί από τα αθεϊστικά καθεστώτα, τώρα, όμως, και εκεί επανέρχεται σταδιακά.
Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, στη Γερμανία, κατά το ισχύον Σύνταγμα (άρ. 7, παρ. 3) το μάθημα των Θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία «είναι τακτικό μάθημα, προστατευμένο από την κρατική εποπτεία, και γίνεται σύμφωνα με τις αρχές των θρησκευτικών κοινοτήτων». Η νομολογία δέχεται ότι οι βαθμοί πρέπει να αναγράφονται στο απολυτήριο η το ενδεικτικό, όπως των άλλων μαθημάτων, ενώ η ύλη του μαθήματος καθορίζεται σε συμφωνία με την κάθε «εκκλησία» (Προτεσταντική, Ρωμαιοκαθολική, Ορθόδοξη).
Στην Αγγλία το μάθημα είναι υποχρεωτικό, σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό νόμο του 1944 και με τον νόμο περί σχολικής προσευχής του 1988. Στην Αυστρία το άρ. 14 πάρ. 10 του Συντάγματος προβλέπει ότι το μάθημα είναι υποχρεωτικό στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία και δεν προβλέπεται απαλλαγή για κανέναν, εφόσον ανήκει σε ορισμένη «εκκλησία». Στις αίθουσες των σχολείων προβλέπεται η ανάρτηση του Σταυρού, χωρίς αυτό να θεωρείται παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας τρίτων.
Στο Βέλγιο το μάθημα είναι «κατηχητικό», δηλαδή διδάσκεται στα σχολεία από την «Καθολική Εκκλησία» και είναι υποχρεωτικό. Στην Ιταλία το Σύνταγμα (άρ. 8) προβλέπει να διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών δύο ώρες την εβδομάδα στα δημοτικά σχολεία και στα γυμνάσια και μια ώρα στα λύκεια.
Η ύλη των μαθημάτων καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας και της «Καθολικής Εκκλησίας». Στην Ισπανία το μάθημα διδάσκεται στα σχολεία και κατοχυρώνεται ευθέως από το Σύνταγμα (άρ. 16). Στην Πορτογαλία ισχύει Κονκορδάτο, που έχει υπογράψει η χώρα με το Βατικανό (7/5/1940), και Νομ. Διάταγμα (407/89), το οποίο εισάγει το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία. Κατά το Κονκορδάτο (άρ. ΧΧΙ), η διδασκαλία στα δημόσια σχολεία πρέπει να καθοδηγείται από τις αρχές του Καθολικισμού.
Στην Ιρλανδία το μάθημα είναι «κατηχητικό», δηλαδή γίνεται με την εποπτεία της «Καθολικής Εκκλησίας», διδάσκεται από κληρικούς και είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές. Επίσης κάθε συνεδρίαση της Βουλής αρχίζει με προσευχή, και το ακαδημαϊκό και δικαστικό έτος κάθε χρόνο αρχίζει με τέλεση Θ. Λειτουργίας.
Στο Λουξεμβούργο το μάθημα, βάσει του Συντάγματος (άρ. 126), είναι υποχρεωτικό στα δημόσια σχολεία, διδάσκεται και από κληρικούς και την ύλη την καθορίζει η «εκκλησία». Στη Δανία, κατά το άρ. 4 του Συντάγματος, «η Ευαγγελική Λουθηρανή Εκκλησία είναι η Δανική Εθνική Εκκλησία και, ως τέτοια, υποστηρίζεται από το Κράτος».
Σε όλα τα σχολεία διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών ως υποχρεωτικό (Νόμ. 8/6/1966). Στη Σουηδία το μάθημα διδάσκεται ως ευρύτερη γνώση των θρησκειών, όμως, και εδώ την ύλη του καθορίζει η «εκκλησία» και όχι το κράτος.
Στα παραπάνω παραδείγματα ας προσθέσουμε και την ειδική περίπτωση της «άθεης» Γαλλίας. Κατά το Σύνταγμα της χώρας (αρ. 2), η Γαλλία είναι κράτος «λαϊκό». Από το 1880 απαγορευόταν στα δημόσια σχολεία κάθε αναφορά σε οποιαδήποτε θρησκεία. Προ λίγων ετών η σοσιαλιστική κυβέρνηση Ζοσπέν αποφάσισε να επαναφέρει, έπειτα από πολλά χρόνια, τα Θρησκευτικά στα δημόσια σχολεία, έστω και με τη μορφή του θρησκειολογικού μαθήματος.
Την ίδια περίπου εποχή (2002) ο τότε Υπουργός Παιδείας Λίκ Φερί δήλωνε ότι ήταν λάθος η αποκοπή των παιδιών από τη θρησκευτική τους ιστορία, γιατί, «είτε είναι κανείς θρήσκος είτε άθρησκος, ... δεν μπορεί να αντιληφθεί την πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική ζωή και παράδοση, αν δεν μάθει ότι αυτή είναι αποτέλεσμα μιας χριστιανικής κυριαρχίας 15 αιώνων» (βλ. Γ. Παπαθανασόπουλου, Το μάθημα των Θρησκευτικών στις χώρες της Ευρώπης, εν «Ορθοδοξία και Ελληνισμός», ένθετο εφημ. «Ελεύθερος Τύπος», 24/11/2002).
Στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης το μάθημα επανέρχεται, όπως προαναφέραμε, μετά την κατάργησή του από ολοκληρωτικά καθεστώτα. Στη Ρωσία έχουν επανέλθει τα Θρησκευτικά στις περισσότερες περιοχές, αλλά δεν έχουν ακόμη κατοχυρωθεί νομοθετικά, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν και καθηγητές για να διδάξουν τον πολύ μεγάλο αριθμό μαθητών. Στη Βουλγαρία επανήλθαν, το ίδιο στη Σερβία, στη Ρουμανία, στην Πολωνία και την Ουγγαρία.
Από τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι οι ισχυρισμοί των σύγχρονων αιρέσεων ότι στην Ευρώπη καταργείται το μάθημα των Θρησκευτικών είναι μόνο προπαγάνδα και απόπειρα παραπλάνησης. Η σύγχρονη Ευρώπη τουλάχιστον αναγνωρίζει την αξία του μαθήματος.
Η χώρα μας, καθώς φαίνεται, δεν την ανα γνωρίζει, κάνοντας βήματα προς την κατάργησή του, και στο θέμα αυτό, βέβαια, απομακρύνεται από την ευρωπαϊκή πρακτική.

Οι κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η σταδιακή κατάργηση του μαθήματος είναι απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, οι «απαιτήσεις» της Ε.Ε. εκφράζονται πάντοτε με επίσημα κείμενα, με Αποφάσεις κοινοτικών οργάνων, γραπτές Οδηγίες κ.λ.π.
Τέτοιο κείμενο δεν έχουν να επιδείξουν όσοι εκφράζουν τους παραπάνω ισχυρισμούς, διότι απλούστατα τέτοιο κείμενο δεν υπάρχει. Άλλωστε, είναι αδύνατο να υπάρχει, αφού είναι αδιανόητο τα ευρωπαϊκά κράτη άλλα να αποφασίζουν το καθένα ξεχωριστά και άλλα να αποφασίζουν ως ένωση η συνασπισμός κρατών.
Το πρόβλημα των αιρέσεων έχει απασχολήσει την Ε.Ε. από πολλών ετών, με αποτέλεσμα να προέλθει μια σειρά επίσημων κειμένων, που αναφέρονται στο φαινόμενο. Αφορμή δόθηκε από παράνομες η εγκληματικές δραστηριότητες κάποιων σύγχρονων αιρέσεων, που προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, όπως ομαδικές αυτοκτονίες, τρομοκρατικές ενέργειες, «κακομεταχείριση, σεξουαλική βία, εγκλεισμοί, σωματεμπόριο, ενθάρρυνση επιθετικής συμπεριφοράς ... προπαγάνδα ρατσιστικών ιδεολογιών, φορολογικές απάτες, μεταφορές κεφαλαίων, εμπόριο όπλων, διακίνηση ναρκωτικών ... παράνομη άσκηση της ιατρικής» κ.α. (βλ. Ψήφισμα του Ευρ. Κοινοβουλίου για τις σέκτες της 29/2/1996).
Η Ε.Ε. διαπιστώνει ότι οι αιρέσεις «αποτελούν φαινόμενο σε πλήρη άνθιση, υπό πολυποίκιλες μορφές, σ' ολόκληρο τον κόσμο» (αυτόθι), που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Πολύ σωστά επισημαίνει ότι η αντιμετώπιση αυτή δεν πρέπει να θίγει τη θρησκευτική ελευθερία, που αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου, απόλυτα σεβαστό στη χώρα μας, τόσο από την Πολιτεία όσο και από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Εκκλησία μας, ακουλουθώντας τους λόγους του Κυρίου «όστις θέλει οπίσω μου ακουλουθείν» (Μαρκ. 8,34) και «ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι» (Αποκ. 3,20), σέβεται απόλυτα το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να πιστεύει ό,τι θέλει και να επιλέγει όποια θρησκεία θέλει, το δε Σύνταγμά μας ορίζει ότι «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη» (αρ. 13, παρ. 1).
Η Ε.Ε., όμως, υπό το βάρος των καταστάσεων, εξαναγκάζεται να κάνει λόγο ακόμη και για περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας, όπου απαιτείται: «Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι βάσει της Συνθήκης (της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), η ελευθερία της συνειδήσεως και της θρησκείας και ένας αριθμός άλλων ελευθεριών που εξασφαλίζονται από την Συνθήκη ΕΙΝΑΙ δυνατόν να περιορισθούν και ότι οι αρμόδιες εθνικές Αρχές έχουν διακριτική ευχέρεια επί του θέματος» (Συμπληρωματική Απάντηση Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης Συμβουλίου Ευρώπης στη Σύσταση 1178/1992).
Οι αιρέσεις, λοιπόν, δημιουργούν προβλήματα στην παγκόσμια κοινωνία, προβλήματα πολλά και μεγάλα. Για να αντιμετωπισθούν, απαιτείται ευρύτατη πληροφόρηση, και το προσφορότερο μέσο γι’ αυτήν είναι το σχολείο και το μάθημα των Θρησκευτικών.
Έτσι σε επίσημα κείμενα της Ε.Ε. αναφέρεται: «Εκπαιδευτικά, νομοθετικά και άλλα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τίθενται από ορισμένες δραστηριότητες αιρετικών ομάδων η νέων θρησκευτικών κινήσεων» (Σύσταση 1178/1992 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Ευρώπης).
«Το πρόγραμμα του συστήματος παροχής γενικής παιδείας πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένη και αντικειμενική πληροφόρηση επί των μεγάλων θρησκειών και επί των σπουδαιοτέρων αποκλίσεων από αυτές, επί των αρχών που προϋποθέτει η μελέτη της συγκρίσεως των θρησκειών» (αυτόθι).
«Η Συνέλευση επανέρχεται επί της αναγκαιότητος μιας εξειδικευμένης δράσεως πληροφορήσεως επί της ιστορίας και της φιλοσοφίας των μεγάλων ρευμάτων της σκέψεως και των θρησκειών, η οποία θα απέβλεπε κυρίως προς τους νέους στο πλαίσιο των σχολικών προγραμμάτων» (Σύσταση 1412/1999 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Ευρώπης).
Τα κράτη μέλη προτρέπονται «να προβλέψουν στα προγράμματα γενικής εκπαιδεύσεως πληροφόρηση επί της ιστορίας και της φιλοσοφίας των μεγάλων ρευμάτων της σκέψεως και των θρησκειών» και «να εφαρμόζουν χωρίς καμία παράλειψη τη νομοθεσία περί υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως και, εν περιπτώσει μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής να προκαλούν την παρέμβαση των αρμοδίων υπηρεσιών» (αυτόθι).
Τα παραπάνω προϋποθέτουν, βέβαια, την ενίσχυση και όχι την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών και προς την κατεύθυνση αυτή προτρέπει η Ε.Ε.

Προς την ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος

Ζούμε σε μια εποχή με πολλαπλά προβλήματα, μια εποχή που χαρακτηρίζει η κατάρρευση των αξιών, η κρίση ταυτότητος, ο πνευματικός αποροσανατολισμός, η επέλαση της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης. Προς υπέρβασιν αυτής της κρίσης αρχίζει να συνειδοποιείται από πολλές πλευρές η αξία των θρησκευτικών αξιών για την ολοκλήρωση του ανθρώπου και την καλή λειτουργία της κοινωνίας. Στη χώρα μας οι αξίες αυτές εκπροσωπούνται από την Ορθόδοξη πίστη και ζωή, στοιχεία διαχρονικά και αναλλοίωτα, με τα οποία επιβιώσαμε για είκοσι αιώνες και μάλιστα κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες.
Είναι ανάγκη οι αξίες αυτές να κληροδοτηθούν στις επόμενες γενεές και γι’ αυτό η ενίσχυση του μαθήματος των Θρησκευτικών προς την Ορθόδοξη κατεύθυνση είναι περισσότερο από άλλοτε απαραίτητη.
Παράλληλα ζούμε σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου καθημερινά συναναστρεφόμεθα ανθρώπους διαφορετικών πολιτιστικών καταβολών και θρησκευτικών αντιλήψεων (οικονομικούς μετανάστες κ.λ.π.), τους οποίους οφείλουμε να κατανοήσουμε κι αυτοί να κατανοήσουν εμάς, ώστε να ενταχθούν σωστά στην ελληνική κοινωνία. Αυτό δεν θα γίνει με την περιφρόνηση των βαθύτατα ριζωμένων στην ανθρώπινη συνείδηση θρησκευτικών στοιχείων του πολιτισμού τους.
Περισσότερο απαραίτητο είναι γι’ αυτούς, παράλληλα με τις δικές τους θρησκευτικές αντιλήψεις, να γνωρίζουν και τις θρησκευτικές αντιλήψεις της πλειοψηφίας των κατοίκων της χώρας στην οποία ζουν και εργάζονται.
Διαφορετικά ούτε προσέγγιση θα υπάρξει ούτε αλληλοκατανόηση και οι παραπάνω συνάνθρωποί μας θα εξαναγκασθούν να οργανωθούν σε κάστες (κλειστές ομάδες), με ευνόητες συνέπειες. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι είναι εσφαλμένη η απαλλαγή των ετεροδόξων από το μάθημα των Θρησκευτικών.
Βέβαια το μάθημα, όπως γίνεται σήμερα, παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Ίσως είναι αναγκαία μια ριζική αναμόρφωσή του, στη διδασκόμενη ύλη, στη μεθοδολογία διδασκαλίας, στην επιλογή και αξιολόγηση των διδασκόντων κλ.π.
Η Πολιτεία θα πρέπει να τα επιλύσει, αν θέλει να έχει υψηλού επιπέδου μάθημα και αν αναμένει απ’ αυτό θετικά αποτελέσματα. Για να το επιτύχει απαιτείται η ουσιαστική συμβολή της Εκκλησίας και η ειλικρινής συνεργασία μ’ αυτήν (καθώς και με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες, όπου συντρέχουν ειδικές συνθήκες), όπως άλλωστε διδάσκει η ευρωπαϊκή πρακτική και όπως συμβαίνει στα ανεπτυγμένα κράτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Μπορείτε να δείτε τις προηγούμενες δημοσιεύσεις του ιστολογίου μας πατώντας το Παλαιότερες αναρτήσεις (δείτε δεξιά)