ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΑΤΡΩΝ
ΜΙΑΟΥΛΗ 68
ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Κατόπιν προτροπής του Διοικητικού Συμβούλιου της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων, το Παράρτημα της Π.Ε.Θ. Πατρών, αφού έλαβε υπ’ όψιν την θέση της Π.Ε.Θ. για τα νέα (Πιλοτικά) Προγράμματα Σπουδών και αφού έγινε διεξοδική συζήτηση πάνω σε αυτό, προτείνει κατά τη Γενική Συνέλευση της 12ης Νοεμβρίου 2012, τα εξής:
Τα Νέα Προγράμματα Σπουδών (ΠΣ) για το Μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ) δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ 2335/17.10.2011, τ. Β΄ και εφαρμόζονται πιλοτικά, μαζί με το λοιπό πρόγραμμα του λεγόμενου «Νέου Σχολείου», από τον Σεπτέμβριο 2011 με βάση τον «Οδηγό Εκπαιδευτικού» (Αθήνα 2011) σε καθορισμένα για το σκοπό αυτό Σχολεία της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Με τα εν λόγω ΠΣ υλοποιούνται ουσιαστικά οι διδακτικές αρχές της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης που αφορούν στη θρησκευτική μόρφωση των μαθητών, γι’ αυτό και εισάγονται:
α) νέος τρόπος διδασκαλίας του ΜτΘ με την υιοθέτηση, εκτός από τις παλαιότερες, και νέων μεθόδων προσέγγισης και επεξεργασίας της διδακτέας ύλης,
β) νέος τρόπος προσδιορισμού της διδακτέας ύλης με βάση τις προτεινόμενες Θεματικές Ενότητες (ΘΕ) των ΠΣ, για την οποία την ευθύνη έχει ο διδάσκων, κυρίως όμως
γ) μεταβάλλεται ριζικά η φύση και ο προσανατολισμός του ΜτΘ, καθώς, στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής προσέγγισης της γνώσης, τίθεται πλέον ως κύριος στόχος του ο «θρησκευτικός γραμματισμός» των μαθητών, με συνέπεια το μάθημα να μετατρέπεται ουσιαστικά σε θρησκειοφιλοσοφικό αντικείμενο γνώσης και διαλόγου μεταξύ των θρησκειών, ανάμεσα στις οποίες σημαντική θέση κατέχει ο Χριστιανισμός, όχι πλέον ως το περιεχόμενο της πίστης των μαθητών, αλλ’ ως το θρήσκευμα εκείνο στο οποίο ανήκει η πλειοψηφία τους.
Με δεδομένη την παραπάνω ριζική μεταβολή της φυσιογνωμίας του μαθήματος και χωρίς να αμφισβητούνται οι θετικές του πλευρές όσον αφορά την προτεινόμενη διδακτική μεθοδολογία, προκύπτουν σοβαρότατα ερωτήματα και πολλές ενστάσεις όσον αφορά στον προσανατολισμό, αλλά και ως συνέπειά του στον προσδιορισμό της διδακτέας ύλης του ΜτΘ, καθώς, όπως θα ήταν φυσικό, δεν προηγήθηκε πριν από τη νομοθέτησή του κανένας ουσιαστικός διάλογος πάνω σ’ αυτό, εφόσον είναι γνωστό, ότι από τις σχετικές συζητήσεις αποκλείστηκαν οι εκπρόσωποι της συντριπτικής πλειοψηφίας των Θεολόγων Καθηγητών, αγνοήθηκαν σχεδόν εξολοκλήρου οι διδάσκοντες το μάθημα στα σχολεία (π.χ. με τη συμπλήρωση ίσως εκ μέρους τους ενός ερωτηματολογίου σε εθελοντική βάση), ενώ, όπως έδειξε το αποτέλεσμα, από την πλευρά των εισηγητών των νέων ΠΣ δεν λήφθηκαν δυστυχώς σχεδόν καθόλου υπ’ όψιν οι υπάρχουσες στο θρησκευτικό πεδίο συνθήκες στη χώρα μας και κατ’ επέκταση οι ανάγκες και οι επιθυμίες της μαθητικής κοινότητας, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από εκείνες που επικρατούν σε άλλες χώρες της Ευρώπης ή και στην Αμερική, όπου εφαρμόζεται το προτεινόμενο νέο μοντέλο διαπολιτισμικής θρησκευτικής εκπαίδευσης, ως μια αναντίρρητη ανάγκη των εκεί θρησκευτικά και εθνολογικά πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Επικράτησε δηλαδή και στην περίπτωση των νέων ΠΣ του ΜτΘ πάλι η συνήθης πρακτική στα νεοελληνικά πράγματα, να εφαρμόζονται πάσης φύσεως θεωρίες και σχήματα άκριτα και χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι εδώ προϋποθέσεις, με τα συνήθη βεβαίως ατυχή αποτελέσματα. Έτσι από τους εισηγητές των ΠΣ, δεν λήφθηκε επαρκώς υπ’ όψιν το γεγονός, ότι σε αντίθεση με τις πολυπολιτισμικά συγκροτημένες και θρησκευτικά πολυκερματισμένες κοινωνίες των ΗΠΑ και πολλών χωρών της ΕΕ, όπου ορθά εφαρμόζονται οι αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, καθώς η θρησκεία ως πολιτική λειτουργία συνιστά αφορμή συγκρούσεων, στην Ελλάδα η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών όπως και του λαού είναι μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και οι σχέσεις με τις άλλες θρησκευτικές ομάδες, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι ομαλές, λόγω της φύσης της ορθόδοξης, σε αντιδιαστολή με την ετερόδοξη ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική, διδασκαλίας για την «Ετερότητα» και την αποδοχή και αναγνώριση του άλλου ως «πλησίον και αδελφού», δεδομένα που δεν δικαιολογούν ακόμη την πλήρη, όπως επιχειρείται, εφαρμογή των δυτικών θρησκευτικών διαπολιτισμικών μοντέλων. Τούτο όμως δεν σημαίνει παράλληλα, ότι πρέπει να αγνοηθεί το ποσοστό του εδώ μαθητικού πληθυσμού που ανήκει σε άλλη θρησκευτική ή ιδεολογικού χαρακτήρα κοινότητα, θέμα για το οποίο απαιτείται να γίνει ευρύς και εποικοδομητικός διάλογος για τη διευθέτησή του.
Εκτός αυτού όμως, ο προσανατολισμός και η διδακτέα ύλη των ΠΣ όπως αυτή παρατίθεται στις ΘΕ, ενέχουν, εκτός από σοβαρά προβλήματα γνωστικής και παιδαγωγικής φύσεως, τον κίνδυνο ανάπτυξης όχι μιας υγιούς γνώσης του θρησκευτικού φαινομένου ή το θρησκευτικό γραμματισμό των μαθητών όπως επιδιώκουν τα ΠΣ, αλλά τη δημιουργία ενός ιδιόμορφου θρησκευτικού συγκρητισμού, ο οποίος, όπως και κάθε φαινόμενο συγκρητισμού στο παρελθόν, μόνο οδυνηρές για την μελλοντική κοινωνία συνέπειες και τουλάχιστον αναποτελεσματικές για τον ελεύθερο και υγιή θρησκευτικό προσανατολισμό των σημερινών μαθητών επιπτώσεις θα έχει. Το πρόβλημα συνεπώς του ΠΣ, δεν εντοπίζεται μόνο στη γνώση του περιεχομένου των άλλων θρησκειών, οι οποίες ήδη διδάσκονται στο πλαίσιο του μέχρι τώρα ισχύοντος προγράμματος και μάλιστα στη Β΄ Λυκείου όπου οι μαθητές είναι σε θέση να σταθούν απέναντί τους με τρόπο κριτικό, αλλά και στη μέθοδο σύγκρισης και επεξεργασίας των στοιχείων και των αξιών των διαφόρων θρησκειών από μαθητές (προέφηβους ή έφηβους από 9 μέχρι 15 ετών) που ως γνωστό η γνωστική τους ωριμότητα και η κριτική τους ικανότητα δεν τους επιτρέπει τη δημιουργική συμμετοχή σε μιας τέτοιων απαιτήσεων μαθησιακή διαδικασία, καθώς, ως γνωστό, η «Συγκριτική Θρησκειολογία» που στην πραγματικότητα υιοθετείται με τα νέα ΠΣ, αποτελεί αντικείμενο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, το οποίο προσεγγίζεται μέσα σε αυστηρά επιστημονικό επίπεδο, από φοιτητές που βρίσκονται στη μετεφηβική ηλικία με ανεπτυγμένη την κριτική τους ικανότητα, και οπωσδήποτε με την επιστράτευση συγκεκριμένης επιστημονικής μεθοδολογίας και όχι με σκοπό τη φιλοσοφική αναζήτηση και το θρησκευτικό στοχασμό.
Επειδή λοιπόν δεν προηγήθηκε ο αναγκαίος διάλογος πριν τη νομοθέτησή των ΠΣ, αλλά κι επειδή με αυτό μεταβάλλεται ριζικά και ατελέσφορα όπως επισημάνθηκε η φυσιογνωμία και ο προσανατολισμός του ΜτΘ, καθώς επίσης και για πολλούς άλλους σοβαρούς λόγους, οι οποίοι έχουν ήδη διατυπωθεί από τη Π.Ε.Θ. (έγγραφο της 9ης Ιουνίου 2012), αλλά είναι αδύνατο να αναφερθούν εδώ λεπτομερώς, όμως θα μπορούσαν να κατατεθούν προς συζήτηση μαζί με συγκεκριμένες προτάσεις σε επικείμενο διάλογο, θεωρούμε απαραίτητο
α) να ανασταλεί η εφαρμογή του ΠΣ και
β) να ξεκινήσει άμεσα και εξαρχής εποικοδομητικός διάλογος πάνω στον προσανατολισμό και το περιεχόμενο του ΜτΘ, στον οποίο θα συμμετέχουν χωρίς αποκλεισμούς όλοι όσοι έχουν ευθύνη για το μάθημα, δηλαδή η Πολιτεία, η Εκκλησία της Ελλάδος και οι Θεολόγοι Καθηγητές μέσω των εκπροσώπων τους.
Ο διάλογος αυτός, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικές ή άλλης φύσεως θρησκευτικές προκαταλήψεις, θα οδηγήσει, αφού πραγματοποιηθούν παράλληλα και σχετικές αντικειμενικές επιστημονικές έρευνες για τις ανάγκες και τις προσδοκίες των μαθητών όσον αφορά το ΜτΘ και ληφθούν υπ’ όψιν τα αποτελέσματά τους, στην αναμόρφωσή των ΠΣ σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο, ώστε το μάθημα να μην είναι αποκομμένο από την πραγματικότητα, αλλά να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της σημερινής ελληνικής κοινωνίας.
Για τη Δ. Ε.
Η Πρόεδρος
Δήμητρα Κόρδα-Κωτσάκη
Ο Γραμματέας
Χρήστος Μπαλάσκας
1 σχόλιο:
Μπράβο στους πατρινούς θεολόγους! Ακόμη ένα χτύπημα στο κακο-ΚΑΙΡΙΤΙΚΟ πρόγραμμα σπουδών!
Δημοσίευση σχολίου