Από τον "Ορθόδοξο Τύπο"(31/10/2008) αναδημοσιεύουμε άρθρο του π. Σταύρου Τρικαλιώτη που αποτελεί απάντηση στις θέσεις του Χρήστου Γιανναρά για τα θρησκευτικά.
Να καταργηθή το μάθημα των Θρησκευτικών;
Οφειλομένη απάντησις εις τον κ. Χρήστον Γιανναρά
από τον Πρεσβύτερον π. Σταύρον Τρικαλιώτην, Εφημέριον Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής Αττικής
Όταν το φετινό καλοκαίρι πληροφορήθηκα την υπουργική εγκύκλιο με την οποία —όπως όλοι οι εχέφρονες διαπιστώνουν— επιδιώκεται η σταδιακή κατάργηση των θρησκευτικών από τα σχολεία της Μέσης Εκπαιδεύσεως, έμεινα πραγματικά ενεός. Φάνηκε καθαρά πως το σχέδιο —που εδώ και καιρό εξυφαίνεται από «γνωστούς αγνώστους»— εναντίον της ελληνορθόδοξης παράδοσης και ζωής καλά κρατεί.
Η έκπληξη μου όμως κορυφώθηκε όταν διάβασα στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» (7-9-2008) επιφυλλίδα του γνωστού κ. Χρήστου Γιανναρά (από εδώ κι έπειτα: κ. Χ. Γ.) με τον προκλητικό τίτλο «Να καταργηθεί το μάθημα των θρησκευτικών».
Όταν διαβάζεις κείμενα του κ. Χ. Γ. πρέπει όλα να τα περιμένεις. Υπάρχουν όμως και ορισμένα όρια του εκκλησιαστικού πληρώματος, που ο κ. Χ. Γ. πρέπει να σέβεται. Η επιφυλλίδα του είναι απόρροια των απόψεων του που διατυπώνει στο βιβλίο του με τίτλο «Ενάντια στη θρησκεία» και για το οποίο εμείς δημοσιεύσαμε εκτενή κριτική (Έφημ. «Ορθόδοξος Τύπος», 6-4-07 κ.ε.). Όπως τα περισσότερα κείμενα του κ. Χ. Γ. έτσι κι αυτό χαρακτηρίζεται από μιά αληθοφάνεια. Η αληθοφάνεια όμως αυτή είναι ο δούρειος ίππος, για να περάσουν οι καινοφανείς απόψεις του συγγραφέα.
Ο κ. Χ. Γ. αρχίζει το άρθρο του με τον ειρωνικό χαρακτηρισμό «οι αξιωματούχοι του κλήρου», στρεφόμενος προφανώς εναντίον των ποιμένων της Εκκλησίας, τους οποίους και νουθετεί: «Αν διασώζουν εκκλησιαστική συνείδηση, θα είναι αυτονόητο να ζητήσουν από την πολιτεία την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών απ' τα σχολεία» (!!!) Ενώ ο ίδιος με εμμονή ομιλεί για τη διαφοροποίηση της Εκκλησίας από τη Θρησκεία —μια κατά τη γνώμη μας παρατραβηγμένη θεώρηση που μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες διαστρεβλώσεις— και ομιλεί περί Εκκλησίας «ως άθλημα σχέσεων κοινωνίας της ζωής», δίνει την εντύπωση ότι ομιλεί και εκτοξεύει τα βέλη του ως εκτός Εκκλησίας, ωσάν να μη ανήκει κι αυτός στο μυστικό σώμα του Χρίστου. Ενώ από τη μια παραδέχεται ότι ο ποιμένας είναι αυτός που «γεννάει» τα μέλη του σώματος στον «καινό της Εκκλησίας τρόπο της ύπαρξης» — πόσο όμορφη πράγματι διαπίστωση— από την άλλη φαίνεται να υιοθετεί απόψεις των κατά καιρούς πολιτικών και να ομιλεί περί επισκόπων της ελλαδικής κοινωνίας, «που φιλοδοξούν να παίζουν ρόλο όχι εκκλησιαστικού ποιμένα αλλά θρησκευτικού ηγέτη, ρόλο Αγιατολάχ με απαιτήσεις θεοκρατικού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας». «Αυτοί-προσθέτει- μάχονται και για τη διατήρηση της υποχρεωτικής κατήχησης των μαθητών στα σχολεία». Οι παραπάνω απόψεις αγγίζουν τα όρια του σχιζοφρενικού. Αν δεχθούμε τις παραπάνω θέσεις του κ. Χ. Γ, τότε όλοι όσοι αντέδρασαν στη μεθοδευμένη σταδιακά κατάργηση των θρησκευτικών (Ιερά Σύνοδος, Θεολόγοι, Θεολογική Σχολή Αθηνών, Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ποιμένες και απλοί πιστοί) επιθυμούν να επικρατήσει στην Ελλάδα μια θεοκρατία μουσουλμανικού τύπου.
Αν δεχθούμε τους νοητικούς ακροβατισμούς του κ. Χ. Γ, τότε είναι χωρίς νόημα και ουσία τα όσα με πραγματική παρρησία διακηρύσσει προς τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννης Β. Κογκούλης: «Αυτή η απόφαση (του υπουργού) φυσικά είναι το δένδρο* το δάσος που κρύβεται από πίσω είναι άλλο! Στο χώρο του σχολείου στόχος τους είναι όχι μόνο να σπείρουν στις ψυχές των μαθητών την αμφιβολία, άλλα να τους απομακρύνουν από την ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία και να τους καταστήσουν εύκολα και απληροφόρητα θύματα σε κάθε προπαγάνδα» (περιοδικό «Παρακαταθήκη, τεύχος 61, σελ. 13, Ιούλιος - Αύγουστος 2008).
Το πιο εξωφρενικό είναι ότι ο κ. Χ. Γ. ενώ υποστηρίζει την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, ο ίδιος είχε υποβάλει πριν μερικά χρόνια υποψηφιότητα για τη θέση Καθηγητή της Συστηματικής Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά απορρίφθηκε. Φαντάζεστε να είχαμε Καθηγητή Θεολογικής Σχολής που να ζητεί την αυτοκατάργηση του, αλλά και την κατάργηση των θεολόγων καθηγητών;
Ο κ. Χ. Γ. στο Ίδιο άρθρο προτείνει την αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών όχι από μάθημα θρησκειολογικού περιεχομένου —όπως ατυχώς προτείνουν, ακόμα και θεολόγοι— αλλά από μάθημα «ικανό να πληροφορήσει τον μαθητή και να τον εξοικειώσει με τα κίνητρα των αναζητήσεων που συγκρότησαν την παράδοση πολιτισμού των Ελλήνων». Μια πρόταση νεφελώδης και αόριστη, άλλα κατά τον ίδιο και ανεφάρμοστη, γιατί «ποιοι θα διδάξουν ένα τόσο απαιτητικό καινούργιο μάθημα στα παιδιά», αφού κατά τον ίδιο πάντα: «είναι ανατριχιαστικά (στην κυριολεξία) χαμηλό το επίπεδο των πτυχιούχων που παράγονται στις εκπαιδευτικές σχολές των ελλαδικών πανεπιστημίων». Δηλαδή, κατά τον κ. Χ. Γ. θα πρέπει να αφήσουμε απροστάτευτα και αθωράκιστα τα παιδιά μας από πνευματικά εφόδια, εύκολη λεία παντός επιτηδείου, ο όποιος καραδοκεί να αλώσει τον ευαίσθητο χώρο της εφηβικής ψυχής. Ο κ. Χ. Γ. φαίνεται να συμπλέει με τις απόψεις του πρώην υπουργού παιδείας της Γαλλίας κ. Λίκ Φέρι που δήλωσε ότι λόγω του άθρησκου γαλλικού κράτους το μάθημα των θρησκευτικών δεν μπορεί να είναι ομολογιακό, αλλά ότι ήταν λάθος η αποκοπή των παιδιών από την θρησκευτική τους ιστορία. Και πρόσθεσε: «είτε είναι κανείς θρήσκος είτε άθρησκος δεν αλλάζει τίποτε, δεν μπορεί να αντιληφθεί την πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική ζωή και παράδοση, αν δεν μάθει ότι αυτή είναι αποτέλεσμα μιας χριστιανικής κυριαρχίας δέκα πέντε αιώνων» ( Βλ. άρθρο Γεωργίου Ν. Παπαθανασόπουλου στο ένθετο « Ορθοδοξία και Ελληνισμός», της εφημ. «Ελεύθερος Τύπος, 24-11-2002). Δηλαδή να διδάσκονται θρησκευτικά πληροφοριακού και εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα, άνευρα και άοσμα και αποπνευματοποιημένα.
Ο κ. Χ. Γ. με τα γραφόμενά του προκαλεί και τους χιλιάδες αδιόριστους θεολόγους, οι οποίοι τώρα ξεκινούν τη ζωή τους. Λίγο κοινωνική ευαισθησία δεν θα έβλαπτε. Οι θεολόγοι επιτελούν σημαντικότατο έργο στην ελληνική κοινωνία, όταν είναι πραγματικοί θεολόγοι και δεν διδάσκουν αθεΐα τα παιδιά μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε μερικές περιπτώσεις. Η Εκκλησία θα πρέπει να είναι στο πλευρό των αδιόριστων θεολόγων, να τους χρησιμοποιεί στο έργο της —με ορισμένα ασφαλώς κριτήρια— και να τους αγκαλιάζει με μητρική στοργή, καθώς και τους αποφοίτους των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, οι οποίοι έχουν πολύ πιο περιορισμένες επαγγελματικές προοπτικές.
Στο επίμαχο άρθρο του ο κ. Χ. Γ. τονίζει ότι η Κατήχηση είναι αποκλειστικό προνόμιο της Εκκλησίας, το οποίο με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους παραχωρήθηκε στους Θεολόγους και με αυτό τον τρόπο η κατήχηση «αποσπάται από τον φυσικό βιωματικό της χώρο». Και πάλι ο κ. Χ. Γ. μένει στο επιμέρους και χάνει την ουσία. Και η ουσία είναι τα ελληνόπουλα να μάθουν «την εις Χριστόν πίστιν» και να αποκτήσει ένα νόημα η ζωή τους. Το κατηχητικό έργο της Εκκλησίας δεν ακυρώνεται με αυτόν τον τρόπο, αλλά υποβοηθείται και μπορεί καλύτερα να ενταχθεί στη λατρευτική και μυστηριακή της ζωή. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού και δίνουν τροφή στους κατά καιρούς εκκλησιομάχους.
Μια πρώτη αρνητική συνέπεια που προέρχεται από τη ανάληψη της κατήχησης από τους θεολόγους κατά τον συγγραφέα είναι: « ο ευτελισμός, συχνά και η διακωμώδηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία». Νομίζω ότι ο κ. Χ. Γ. γενικεύει ανεπίτρεπτα μεμονωμένες όντως αρνητικές περιπτώσεις, που δεν χαρακτηρίζουν συλλήβδην τον κλάδο των Θεολόγων Καθηγητών. Ας μη ξεχνούμε την περιρρέουσα αρνητική σε κάθε θρησκευτική εκδήλωση ατμόσφαιρα, που καλλιεργείται φανερά και υπογείως από άθεους και από όσους ελέγχονται συνειδησιακά γιατί οι ευαγγελικές επιταγές δεν συμβιβάζονται με την ηθική τους διαγωγή. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος να σταθούμε στο πλευρό των θεολόγων Καθηγητών, που σηκώνουν τον δικό τους σταυρό και δεν κάνουν ένα μάθημα ανώδυνο, αλλά ένα μάθημα που έχει προσωπικό κόστος. Δίνουν και αυτοί καθημερινά την δική τους ομολογία πίστεως και ζωής.
Μια δεύτερη αρνητική συνέπεια της εκχωρήσεως από την Εκκλησία του δικαιώματος της κατήχησης στους θεολόγους είναι κατά τον κ. Χ. Γ. το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία είναι ακατήχητη. Αυτό ως γενική διαπίστωση ισχύει και δεν φταίνε γι’ αυτό μόνον οι Θεολόγοι. Θα έπρεπε, ίσως, το μάθημα των θρησκευτικών να αναβαθμισθεί και να γίνεται με τη βοήθεια των απαράμιλλου κάλλους πατερικών κειμένων, που αποτελούν πραγματική πνευματική βόμβα στις σαπισμένες ιδέες που λανσάρει η άθεη δυτικοθρεμμένη δικτατορία της διανόησης.
Όταν κάποτε ρωτήθηκε ο π. Παϊσιος για τις αρνητικές συνέπειες που έχουν οι απεργίες των εκπαιδευτικών για τα παιδιά μας, ο γέροντας απάντησε: «Εγώ λέω στους δασκάλους ποτέ να μη κάνουν απεργία, εκτός αν πάνε να καταργήσουν λ.χ. τα θρησκευτικά, την προσευχή ή να κατεβάσουν τον σταυρό από την σημαία κ,λ.π. Τότε πρέπει να διαμαρτυρηθούν. Αλλιώς τί φταίνε τα παιδιά να χάνουν μαθήματα;» (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι τ. Α', σελ. 297, εκδ. Ι.Ησ. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999). Μήπως τα λόγια του γέροντος Παϊσίου θα πρέπει να μας προβληματίσουν; Μήπως η διαμαρτυρία μας πρέπει να είναι πιο έντονη και πιο δραστική;
Όταν το φετινό καλοκαίρι πληροφορήθηκα την υπουργική εγκύκλιο με την οποία —όπως όλοι οι εχέφρονες διαπιστώνουν— επιδιώκεται η σταδιακή κατάργηση των θρησκευτικών από τα σχολεία της Μέσης Εκπαιδεύσεως, έμεινα πραγματικά ενεός. Φάνηκε καθαρά πως το σχέδιο —που εδώ και καιρό εξυφαίνεται από «γνωστούς αγνώστους»— εναντίον της ελληνορθόδοξης παράδοσης και ζωής καλά κρατεί.
Η έκπληξη μου όμως κορυφώθηκε όταν διάβασα στην εφημερίδα «Καθημερινή της Κυριακής» (7-9-2008) επιφυλλίδα του γνωστού κ. Χρήστου Γιανναρά (από εδώ κι έπειτα: κ. Χ. Γ.) με τον προκλητικό τίτλο «Να καταργηθεί το μάθημα των θρησκευτικών».
Όταν διαβάζεις κείμενα του κ. Χ. Γ. πρέπει όλα να τα περιμένεις. Υπάρχουν όμως και ορισμένα όρια του εκκλησιαστικού πληρώματος, που ο κ. Χ. Γ. πρέπει να σέβεται. Η επιφυλλίδα του είναι απόρροια των απόψεων του που διατυπώνει στο βιβλίο του με τίτλο «Ενάντια στη θρησκεία» και για το οποίο εμείς δημοσιεύσαμε εκτενή κριτική (Έφημ. «Ορθόδοξος Τύπος», 6-4-07 κ.ε.). Όπως τα περισσότερα κείμενα του κ. Χ. Γ. έτσι κι αυτό χαρακτηρίζεται από μιά αληθοφάνεια. Η αληθοφάνεια όμως αυτή είναι ο δούρειος ίππος, για να περάσουν οι καινοφανείς απόψεις του συγγραφέα.
Ο κ. Χ. Γ. αρχίζει το άρθρο του με τον ειρωνικό χαρακτηρισμό «οι αξιωματούχοι του κλήρου», στρεφόμενος προφανώς εναντίον των ποιμένων της Εκκλησίας, τους οποίους και νουθετεί: «Αν διασώζουν εκκλησιαστική συνείδηση, θα είναι αυτονόητο να ζητήσουν από την πολιτεία την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών απ' τα σχολεία» (!!!) Ενώ ο ίδιος με εμμονή ομιλεί για τη διαφοροποίηση της Εκκλησίας από τη Θρησκεία —μια κατά τη γνώμη μας παρατραβηγμένη θεώρηση που μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες διαστρεβλώσεις— και ομιλεί περί Εκκλησίας «ως άθλημα σχέσεων κοινωνίας της ζωής», δίνει την εντύπωση ότι ομιλεί και εκτοξεύει τα βέλη του ως εκτός Εκκλησίας, ωσάν να μη ανήκει κι αυτός στο μυστικό σώμα του Χρίστου. Ενώ από τη μια παραδέχεται ότι ο ποιμένας είναι αυτός που «γεννάει» τα μέλη του σώματος στον «καινό της Εκκλησίας τρόπο της ύπαρξης» — πόσο όμορφη πράγματι διαπίστωση— από την άλλη φαίνεται να υιοθετεί απόψεις των κατά καιρούς πολιτικών και να ομιλεί περί επισκόπων της ελλαδικής κοινωνίας, «που φιλοδοξούν να παίζουν ρόλο όχι εκκλησιαστικού ποιμένα αλλά θρησκευτικού ηγέτη, ρόλο Αγιατολάχ με απαιτήσεις θεοκρατικού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας». «Αυτοί-προσθέτει- μάχονται και για τη διατήρηση της υποχρεωτικής κατήχησης των μαθητών στα σχολεία». Οι παραπάνω απόψεις αγγίζουν τα όρια του σχιζοφρενικού. Αν δεχθούμε τις παραπάνω θέσεις του κ. Χ. Γ, τότε όλοι όσοι αντέδρασαν στη μεθοδευμένη σταδιακά κατάργηση των θρησκευτικών (Ιερά Σύνοδος, Θεολόγοι, Θεολογική Σχολή Αθηνών, Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ποιμένες και απλοί πιστοί) επιθυμούν να επικρατήσει στην Ελλάδα μια θεοκρατία μουσουλμανικού τύπου.
Αν δεχθούμε τους νοητικούς ακροβατισμούς του κ. Χ. Γ, τότε είναι χωρίς νόημα και ουσία τα όσα με πραγματική παρρησία διακηρύσσει προς τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννης Β. Κογκούλης: «Αυτή η απόφαση (του υπουργού) φυσικά είναι το δένδρο* το δάσος που κρύβεται από πίσω είναι άλλο! Στο χώρο του σχολείου στόχος τους είναι όχι μόνο να σπείρουν στις ψυχές των μαθητών την αμφιβολία, άλλα να τους απομακρύνουν από την ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία και να τους καταστήσουν εύκολα και απληροφόρητα θύματα σε κάθε προπαγάνδα» (περιοδικό «Παρακαταθήκη, τεύχος 61, σελ. 13, Ιούλιος - Αύγουστος 2008).
Το πιο εξωφρενικό είναι ότι ο κ. Χ. Γ. ενώ υποστηρίζει την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, ο ίδιος είχε υποβάλει πριν μερικά χρόνια υποψηφιότητα για τη θέση Καθηγητή της Συστηματικής Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά απορρίφθηκε. Φαντάζεστε να είχαμε Καθηγητή Θεολογικής Σχολής που να ζητεί την αυτοκατάργηση του, αλλά και την κατάργηση των θεολόγων καθηγητών;
Ο κ. Χ. Γ. στο Ίδιο άρθρο προτείνει την αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών όχι από μάθημα θρησκειολογικού περιεχομένου —όπως ατυχώς προτείνουν, ακόμα και θεολόγοι— αλλά από μάθημα «ικανό να πληροφορήσει τον μαθητή και να τον εξοικειώσει με τα κίνητρα των αναζητήσεων που συγκρότησαν την παράδοση πολιτισμού των Ελλήνων». Μια πρόταση νεφελώδης και αόριστη, άλλα κατά τον ίδιο και ανεφάρμοστη, γιατί «ποιοι θα διδάξουν ένα τόσο απαιτητικό καινούργιο μάθημα στα παιδιά», αφού κατά τον ίδιο πάντα: «είναι ανατριχιαστικά (στην κυριολεξία) χαμηλό το επίπεδο των πτυχιούχων που παράγονται στις εκπαιδευτικές σχολές των ελλαδικών πανεπιστημίων». Δηλαδή, κατά τον κ. Χ. Γ. θα πρέπει να αφήσουμε απροστάτευτα και αθωράκιστα τα παιδιά μας από πνευματικά εφόδια, εύκολη λεία παντός επιτηδείου, ο όποιος καραδοκεί να αλώσει τον ευαίσθητο χώρο της εφηβικής ψυχής. Ο κ. Χ. Γ. φαίνεται να συμπλέει με τις απόψεις του πρώην υπουργού παιδείας της Γαλλίας κ. Λίκ Φέρι που δήλωσε ότι λόγω του άθρησκου γαλλικού κράτους το μάθημα των θρησκευτικών δεν μπορεί να είναι ομολογιακό, αλλά ότι ήταν λάθος η αποκοπή των παιδιών από την θρησκευτική τους ιστορία. Και πρόσθεσε: «είτε είναι κανείς θρήσκος είτε άθρησκος δεν αλλάζει τίποτε, δεν μπορεί να αντιληφθεί την πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική ζωή και παράδοση, αν δεν μάθει ότι αυτή είναι αποτέλεσμα μιας χριστιανικής κυριαρχίας δέκα πέντε αιώνων» ( Βλ. άρθρο Γεωργίου Ν. Παπαθανασόπουλου στο ένθετο « Ορθοδοξία και Ελληνισμός», της εφημ. «Ελεύθερος Τύπος, 24-11-2002). Δηλαδή να διδάσκονται θρησκευτικά πληροφοριακού και εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα, άνευρα και άοσμα και αποπνευματοποιημένα.
Ο κ. Χ. Γ. με τα γραφόμενά του προκαλεί και τους χιλιάδες αδιόριστους θεολόγους, οι οποίοι τώρα ξεκινούν τη ζωή τους. Λίγο κοινωνική ευαισθησία δεν θα έβλαπτε. Οι θεολόγοι επιτελούν σημαντικότατο έργο στην ελληνική κοινωνία, όταν είναι πραγματικοί θεολόγοι και δεν διδάσκουν αθεΐα τα παιδιά μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε μερικές περιπτώσεις. Η Εκκλησία θα πρέπει να είναι στο πλευρό των αδιόριστων θεολόγων, να τους χρησιμοποιεί στο έργο της —με ορισμένα ασφαλώς κριτήρια— και να τους αγκαλιάζει με μητρική στοργή, καθώς και τους αποφοίτους των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, οι οποίοι έχουν πολύ πιο περιορισμένες επαγγελματικές προοπτικές.
Στο επίμαχο άρθρο του ο κ. Χ. Γ. τονίζει ότι η Κατήχηση είναι αποκλειστικό προνόμιο της Εκκλησίας, το οποίο με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους παραχωρήθηκε στους Θεολόγους και με αυτό τον τρόπο η κατήχηση «αποσπάται από τον φυσικό βιωματικό της χώρο». Και πάλι ο κ. Χ. Γ. μένει στο επιμέρους και χάνει την ουσία. Και η ουσία είναι τα ελληνόπουλα να μάθουν «την εις Χριστόν πίστιν» και να αποκτήσει ένα νόημα η ζωή τους. Το κατηχητικό έργο της Εκκλησίας δεν ακυρώνεται με αυτόν τον τρόπο, αλλά υποβοηθείται και μπορεί καλύτερα να ενταχθεί στη λατρευτική και μυστηριακή της ζωή. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού και δίνουν τροφή στους κατά καιρούς εκκλησιομάχους.
Μια πρώτη αρνητική συνέπεια που προέρχεται από τη ανάληψη της κατήχησης από τους θεολόγους κατά τον συγγραφέα είναι: « ο ευτελισμός, συχνά και η διακωμώδηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία». Νομίζω ότι ο κ. Χ. Γ. γενικεύει ανεπίτρεπτα μεμονωμένες όντως αρνητικές περιπτώσεις, που δεν χαρακτηρίζουν συλλήβδην τον κλάδο των Θεολόγων Καθηγητών. Ας μη ξεχνούμε την περιρρέουσα αρνητική σε κάθε θρησκευτική εκδήλωση ατμόσφαιρα, που καλλιεργείται φανερά και υπογείως από άθεους και από όσους ελέγχονται συνειδησιακά γιατί οι ευαγγελικές επιταγές δεν συμβιβάζονται με την ηθική τους διαγωγή. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος να σταθούμε στο πλευρό των θεολόγων Καθηγητών, που σηκώνουν τον δικό τους σταυρό και δεν κάνουν ένα μάθημα ανώδυνο, αλλά ένα μάθημα που έχει προσωπικό κόστος. Δίνουν και αυτοί καθημερινά την δική τους ομολογία πίστεως και ζωής.
Μια δεύτερη αρνητική συνέπεια της εκχωρήσεως από την Εκκλησία του δικαιώματος της κατήχησης στους θεολόγους είναι κατά τον κ. Χ. Γ. το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία είναι ακατήχητη. Αυτό ως γενική διαπίστωση ισχύει και δεν φταίνε γι’ αυτό μόνον οι Θεολόγοι. Θα έπρεπε, ίσως, το μάθημα των θρησκευτικών να αναβαθμισθεί και να γίνεται με τη βοήθεια των απαράμιλλου κάλλους πατερικών κειμένων, που αποτελούν πραγματική πνευματική βόμβα στις σαπισμένες ιδέες που λανσάρει η άθεη δυτικοθρεμμένη δικτατορία της διανόησης.
Όταν κάποτε ρωτήθηκε ο π. Παϊσιος για τις αρνητικές συνέπειες που έχουν οι απεργίες των εκπαιδευτικών για τα παιδιά μας, ο γέροντας απάντησε: «Εγώ λέω στους δασκάλους ποτέ να μη κάνουν απεργία, εκτός αν πάνε να καταργήσουν λ.χ. τα θρησκευτικά, την προσευχή ή να κατεβάσουν τον σταυρό από την σημαία κ,λ.π. Τότε πρέπει να διαμαρτυρηθούν. Αλλιώς τί φταίνε τα παιδιά να χάνουν μαθήματα;» (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι τ. Α', σελ. 297, εκδ. Ι.Ησ. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999). Μήπως τα λόγια του γέροντος Παϊσίου θα πρέπει να μας προβληματίσουν; Μήπως η διαμαρτυρία μας πρέπει να είναι πιο έντονη και πιο δραστική;
Απάντηση στον κ. Γιανναρά είχε δώσει με άρθρο του και ο Ομότιμος καθηγητής Θεολογίας κ. Ιωάννης Κορναράκης: http://thriskeftika.blogspot.com/2008/10/blog-post_5515.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου