Εν Πειραιεί τη 10η Μαΐου 2015
Ερμηνευτικά σχόλια στην ευαγγελική περικοπή της
Κυριακής της Σαμαρείτιδος
Αρχ.
Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ.
Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
(3ον)
Συνεχίζοντες τον ερμηνευτικό σχολιασμό της ευαγγελικής
περικοπής της Κυριακής της Σαμαρείτιδος και σαν συνέχεια των όσων εσημειώσαμε
στην προηγούμενη δημοσίευση, προχωρούμε στην ερμηνεία των επομένων στίχων της
περικοπής.
«Λέγει αυτή ο Ιησούς, εγώ ειμί, ο λαλών σοι» (4,
26). Ήρθε η ώρα πλέον να αποκαλύψει ο Κύριος τον εαυτό του
χωρίς περιστροφές. Με σαφήνεια και καθαρότητα. Δεν το έκαμε αυτό από την αρχή
της συζητήσεως, γιατί τότε δεν θα τον πίστευε η γυναίκα, αλλά θα νόμιζε ότι της
λέει φουσκωμένα λόγια. Μόνο αφού προηγουμένως της φανέρωσε, ότι γνωρίζει πολύ
καλά τη ζωή της και τις συζυγικές της σχέσεις, και αφού την έπεισε να τον
θεωρεί ως προφήτη, στο τέλος της συζητήσεως, της φανερώνει τον εαυτό του. Στην
αρχή του διαλόγου με το να πη στη γυναίκα: «αν γνώριζες ποιός είναι αυτός που σου
μιλά και τι μπορεί να σου δώσει», τότε έκανε απλώς έναν υπαινιγμό για
το εαυτό του, τώρα όμως που έφτασε η κατάλληλη στιγμή, φανέρωσε τον εαυτό του.
Και ήταν απαραίτητο να φανερώσει τον εαυτό του, διότι προηγουμένως η γυναίκα
ζήτησε το ζων ύδωρ, την δωρεά της θείας Χάριτος. Για να λάβει όμως τη δωρεά
έπρεπε προηγουμένως να πιστεύσει στο
Χριστό. Για να πιστεύσει δε σ’ αυτόν έπρεπε πρώτα να τον γνωρίσει. Και ήταν
άξια αυτή να δεχθή μια τέτοια αποκάλυψη, διότι η καρδιά της ήταν ανοιχτή
μπροστά του και είχε ειλικρινή διάθεση να πιστέψει σ’ αυτόν. Την αντίθετη στάση
βλέπουμε να κρατάει ο Κύριος απέναντι στούς Ιουδαίους. Όταν αυτοί τον ρωτούν, «μέχρι
πότε θα κρατάς σε αγωνία τις ψυχές μας; εάν εσύ είσαι ο Χριστός πες μας το
καθαρά» (Ιω.10,24), δεν τούς λέγει
«ναι εγώ είμαι», αλλά τούς παραπέμπει στα έργα του που μαρτυρούν για τον εαυτό
του. Και το κάνει αυτό, διότι δεν είχαν
διάθεση να πιστεύσουν, αλλά ζητούσαν να τον διασύρουν και βλασφημήσουν. Έτσι
πάντα συνηθίζει να κάνει ο Θεός. Να αποκρύπτει τις μεγάλες αλήθειες, που
αφορούν τον εαυτό του και την διδασκαλία του από «σοφούς και συνετούς», που δεν έχουν όμως διάθεση να πιστεύσουν, ενώ
αντιθέτως να τις αποκαλύπτει «νηπίοις» δηλαδή σε απλοϊκούς και
αγραμμάτους, που έχουν διάθεση να πιστεύσουν.
«Και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν,
ότι μετά γυναικός ελάλει. ουδείς μέντοι είπε, τι ζητείς, η τι λαλείς μετ’
αυτής;» (4, 27). Στο σημείο εκείνο της συζητήσεως που ο Κύριος
φανέρωσε την μεσσιανική του ιδιότητα, επέστρεψαν οι μαθητές από την πόλη. Και
όταν είδαν τον Κύριο να συνομιλεί με την γυναίκα απόρησαν και θαύμασαν. Εκπλήσσονται διότι βλέπουν με πόση προσήνεια
και ταπείνωση και απλότητα καταδέχεται ο Χριστός να συνομιλεί με μια φτωχή και
αγράμματη γυναίκα και μάλιστα Σαμαρείτιδα.
Για να καταλάβουμε τον θαυμασμό των μαθητών πρέπει να πούμε, ότι η θέση
της γυναίκας στην προχριστιανική εποχή τόσο στούς Ιουδαίους όσο και στούς
ειδωλολάτρες ήταν πολύ κατώτερη από
αυτήν του ανδρός. Εθεωρείτο δούλη στις επιθυμίες και τα θελήματα του ανδρός. Μόνο
μέσα στον Χριστιανισμό καταξιώνεται το πρόσωπο της γυναίκας στη θέση που της
αρμόζει ως εικόνα του Θεού όπως και ο άνδρας, με ψυχή αθάνατη, προορισμένη για
την αιώνια ζωή. «Ουκ ένι άρσεν και θήλυ», θα διασαφίσει ο απ. Παύλος στην προς
Γαλάτας επιστολή (3,28). Οι μαθητές
επίσης θαυμάζουν και απορούν και για τον λόγο ότι υπήρχε έχθρα ανάμεσα στούς
Ιουδαίους και Σαμαρείτες. Παρ’ όλα αυτά από πολύ σεβασμό και εκτίμηση προς τον
διδάσκαλο δεν τολμούν να τον ρωτήσουν: «τι θέλεις από αυτήν, η για ποιο θέμα
συζητάς μαζί της;». Σκέπτονται ότι για
να το κάνει αυτό ο διδάσκαλος, ξέρει τι κάνει καλλίτερα από αυτούς, έστω και αν
αυτοί δεν καταλαβαίνουν την αιτία. Έτσι αποδεικνύουν την μεγάλη εμπιστοσύνη και
αφοσίωση που τρέφουν στο προσωπό του.
«Αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις
την πόλιν και λέγει τοις ανθρώποις. δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπέ μοι πάντα όσα
εποίησα. μήτι ούτός εστιν ο Χριστός;» (4, 28-29). Είχε έρθει στο πηγάδι η γυναίκα με σκοπό να βγάλει
νερό για να γεμίσει τη στάμνα της. Τώρα όμως δεν δείχνει καμιά φροντίδα για το
βιωτικό αυτό έργο. Ξεχνάει και το νερό και τη στάμνα, για να τρέξει πίσω στο
χωριό. Τι συνέβη άραγε; Πως εξηγείται
αυτή η συμπεριφορά της; Την ώρα αυτή η ψυχή της δέχεται τη Χάρη του αγίου
Πνεύματος, η ψυχή της γεύεται το ύδωρ το
ζων και γεμίζει από χαρά και ευφροσύνη και αγαλλίαση. Το θεϊκό Φως, το Φως το αληθινό, άγγιξε το
βάθος της καρδιάς της. Μέσα στην ψυχή της συντελείται την ώρα αυτή η σωτήρια
μεταστροφή. Η μεταστροφή από την πρώτη ζωή της ασωτείας, όπου κυνηγούσε τις
σαρκικές ηδονές, στη ζωή της πίστεως και της αγάπης προς το Χριστό. Το Φως του
Χριστού έχει καταυγάσει ολόκληρη την ψυχή της. Η αγάπη του Χριστού σαν ισχυρός
μαγνήτης την τραβάει προς Αυτόν. Από εδώ και μπρος θα αλλάξει πια ριζικά η ζωή
της. Από τώρα και στο εξής κέντρο της ζωής της θα γίνει ο Χριστός. Μέχρι τώρα
προσπαθούσε να ξεδιψάσει τη ψυχή της στις σαρκικές ηδονές. Τώρα όμως που
γεύθηκε την Χάρη του αγίου Πνεύματος, κατάλαβε ότι είχε πλανηθεί, διότι η ευφροσύνη
που προξενεί στην ψυχή της η παρουσία του αγίου Πνεύματος, είναι ανώτερη από
όλες τις χαρές του κόσμου. Αυτή την ώρα η Σαμαρείτις βιώνει τον πιο
συγκλονιστικό σταθμό της ζωής της. Καθώς λοιπόν είναι πλημμυρισμένη από χαρά
δεν μπορεί να κρατήσει μόνο για τον εαυτό της τον θησαυρό που βρήκε. Θέλει να
κάνει και τούς συμπολίτες της συγκοινωνούς και συμμέτοχους της χαράς της. Θέλει
να οδηγήσει κι’ εκείνους στην πηγή του ζώντος ύδατος, που είναι ο Χριστός, για
να απολαύσουν και αυτοί, αυτό που αυτή αξιώθηκε να απολαύσει. Τρέχει λοιπόν
στην πόλη και ξεσηκώνει όλους τούς κατοίκους και τούς λέγει «δεύτε ίδετε άνθρωπον, ος είπε
μοι πάντα όσα εποίησα». Δεν τούς λέγει: ελάτε να δήτε τον Μεσσία για
τον οποίον έγραψε ο Μωϋσής, διότι τότε κανένας δε θα την πίστευε, αλλά θα
νόμιζαν, ότι έχασε τα λογικά της. Αλλά
τούς λέγει: «ελάτε να δήτε ένα μεγάλο προφήτη». Και έτσι με τα λόγια
αυτά τούς κεντρίζει το ενδιαφέρον και τούς παρακινεί, να πλησιάσουν και να
γνωρίσουν το Χριστό. Βέβαια η γυναίκα είναι πεπεισμένη πέρα για πέρα, ότι αυτός
είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός. Εκφράζεται
όμως με μια αμφιβολία, όχι γιατί αμφιβάλλει η ίδια, αλλά γιατί έτσι ζητά να
προβληματίσει τούς συμπολίτες της. Θέλει μόνοι τους να βγάλουν το συμπέρασμά
τους με το Χριστό, ότι όντως αυτός είναι ο Μεσσίας. Ήξερε καλά ότι μόνο αν τον
γνωρίσουν προσωπικά και γευθούν και αυτοί τον θησαυρό της θείας Χάριτος, όπως τον γεύθηκε και αυτή, θα τον ομολογήσουν
Μεσσία και Σωτήρα του κόσμου. Έτσι η
γυναίκα κάνει έργο αποστολικό. Ευαγγελίζεται τον Χριστό στούς συμπολίτες της. Κάνει
κάτι ανάλογο μ’ αυτό που έκαναν οι Απόστολοι Ανδρέας και Φίλιππος, οι οποίοι
μετά την πρώτη τους γνωριμία με τον Χριστό, αφού πείστηκαν, ότι αυτός είναι ο
Μεσσίας, έτρεξαν να προσελκύσουν σ’ Αυτόν, ο μεν πρώτος τον αδελφό του Πέτρο, ο
δε δεύτερος το φίλο του Ναθαναήλ. Και όταν ο Ναθαναήλ εκφράζει αμφιβολίες, ο
Φίλιππος απαντά: «Έρχου και ίδε». Έλα και δες μόνος σου για να βεβαιωθείς εκ
πείρας.
«Εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν. Εν
δε τω μεταξύ ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες, ραββί φάγε. ο δε είπεν αυτοίς, εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ
οίδατε» (4, 30-32). Η γυναίκα δεν
αστόχησε στο σκοπό της, αλλά πέτυχε να προσελκύσει την περιέργεια και το
ενδιαφέρον των συμπολιτών της, να έρθουν και να γνωρίσουν το Χριστό. Και όπως
λέει παρά κάτω ο ευαγγελιστής, η γνωριμία αυτή έγινε αιτία και αφορμή, πολλοί
από τούς κατοίκους της πόλεως να πιστεύσουν στο Χριστό και να βρουν τη σωτηρία.
Εν τω μεταξύ οι μαθητές του τον παρακαλούν να φάγει. Τον παρακαλούν από αγάπη
και στοργή και ενδιαφέρον, διότι ήταν κουρασμένος και εξαντλημένος από την
πορεία, αλλά και πεινασμένος. Ο Χριστός όμως είναι απορροφημένος από το
πνευματικό του έργο, που είναι η σωτηρία των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που ούτε
καν θυμάται την ανάγκη της υλικής τροφής.
Τόσο πολύ έχει ξεχάσει το φαγητό, ώστε να χρειαστεί να τον παρακαλέσουν
γι’ αυτό οι μαθητές. Και τι τους απαντά ο Κύριος; Εγώ έχω για φαγητό μου
κάποια άλλη τροφή που εσείς δεν τη γνωρίζετε. Φαγητό του εδώ ονομάζει τη
σωτηρία των ανθρώπων. Ο Κύριος πεινά και
διψά με σφοδρό πόθο τη σωτηρία των ανθρώπων. Τροφή και πιοτό του είναι να πιστεύσουν
οι άνθρωποι σ’ Αυτόν και να βρουν την αιώνιο ζωή. Αυτός ο σφοδρός του πόθος,
του κόβει κάθε άλλη όρεξη για υλική τροφή. Ωστόσο δεν τούς απαντά ευθέως, ότι «δεν
έχω καμιά όρεξη διότι τροφή μου είναι η σωτηρία των ανθρώπων», αλλά με
ένα τρόπο αινιγματικό. Το κάνει αυτό γιατί θέλει να εντυπώσει βαθειά μέσ’ τήν
ψυχή των την αλήθεια αυτή, δηλαδή πόσο σφοδρά πεινά και διψά, περισσότερο από
κάθε άλλη τροφή, την σωτηρία των ανθρώπων. Έτσι το περιστατικό αυτό θα χαραχθεί
βαθειά μέσα στην καρδιά και στη μνήμη τους, ώστε, όταν αργότερα θα βγουν στο
κήρυγμα, για να καλέσουν τούς λαούς στη σωτηρία, να θυμούνται το παράδειγμα του
διδασκάλου των και να τον μιμηθούν. Έπρεπε
μέσα και στη δική τους ψυχή να ανάψει παρόμοια πνευματική πείνα και δίψα, όπως
και στο διδάσκαλό τους, που θα τούς κάνει να καταφρονούν κάθε υλική τροφή.
«Έλεγον ουν οι μαθηταί προς αλλήλους, μη τις ήνεγκεν
αυτώ φαγείν;» (4,33). Οι μαθητές
ωστόσο δεν μπορούν να ανυψώσουν τη διάνοιά τους στο πνευματικό νόημα των λόγων
του διδασκάλου των. Νομίζουν ότι τούς ομιλεί για κάποια άλλη υλική τροφή.
Υποθέτουν ότι κάποιος, στον καιρό που αυτοί ήσαν στην πόλη, του έφερε τροφή και
έφαγε. Διερωτώνται και συζητούν μεταξύ
τους, τι σημαίνουν τα λόγια του διδασκάλου των. Παρ’ όλα αυτά από πολύ σεβασμό
και ευλάβεια προς το πρόσωπό του, δεν τολμούν να του απευθύνουν ευθέως την ερώτηση για να λύσουν
την απορία τους. Και επειδή δεν τολμούν να τον ρωτήσουν, τούς εξηγεί το
βαθύτερο νόημα των λόγων του. (Συνεχίζεται).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου